ποιηματογράφος

ποιηματογράφος
ποι-ημᾰτογράφος [pron. full] [γρᾰ], ,
A writer of poems, Sch. Il.22.51.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιηματογράφος — writer of poems masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιηματογράφος — ὁ, Μ ο ποιητής, αυτός που γράφει ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίημα, ατος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”